top of page

Βιογραφικό

Ο Τάσος Λειβαδίτης γεννήθηκε στις 20 Απριλίου 1922 στο Μεταξουργείο. Ήταν Μεγάλο Σάββατο και του έδωσαν δύο ονόματα: Αναστάσιος και Παντελής. Ο πατέρας του, Λύσανδρος Λειβαδίτης, εύπορος μεγαλέμπορος που όμως πτώχευσε λόγω του πολέμου, καταγόταν από την Αρκαδία (Κοντοβάζαινα). Η μητέρα του, Βασιλική Κοντοπούλου, ήταν απο την Αθήνα.

 

Είχε τέσσερα μεγαλύτερα αδέρφια, τον Αλέκο, γνωστό ηθοποιό του θεάτρου και του κινηματογράφου, τον Μίμη, μουσικό της Λυρικής, τη Χρυσαφένια και τον ετεροθαλή Κωνσταντίνο, απο τον πρώτο γάμο της μητέρας του.

 

Το 1934 γράφτηκε στο 9ο Γυμνάσιο στην πλατεία Κουμουνδούρου, κοντά στο πατρικό του σπίτι που ήταν στην οδό Λεωνίδου. Ανέμελα και ευτυχισμένα παιδικά χρόνια, καθώς η οικονομική άνεση του πατέρα επέτρεπε να έχουν στο σπίτι υπηρεσία και δασκάλους μουσικής. Ο ίδιος έπαιζε πιάνο και βιολί όπως και τα αδέλφια του.

 

Τελειώνοντας το γυμνάσιο, το 1940, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η γερμανική κατοχή διέκοψε τις σπουδές του. Πήρε μέρος στην Αντίσταση και οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ. Στην καρδιά της Κατοχής, το 1943, πέθανε ο κατεστραμμένος οικονομικά πατέρας του και το 1951, ενώ ήταν εξορισμένος στη Μακρόνησο, η μητέρα του.

 

Το 1946 παντρεύτηκε τη Μαρία Στούπα, δευτερότοκη κόρη του Γεωργίου Στούπα και της Αλεξάνδρας Λογοθέτη, παιδική του φίλη και πολύτιμη σύντροφο σε ολόκληρη τη ζωή του, με την οποία απέκτησαν μία κόρη, τη Βάσω. Ο ποιητής την έχει ηρωίδα του στο “Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας” που της το αφιερώνει. Την ίδια χρονιά έκανε την πρώτη του εμφάνιση στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του ποιήματός του “Το τραγούδι του Χατζηδημήτρη”, στο περιοδικό “Ελεύθερα Γράμματα”. Το 1947 συνεργάστηκε μαζί με άλλους νέους της Αριστεράς στην έκδοση του λογοτεχνικού περιοδικού “Θεμέλιο”.

 

Με τη λήξη των Δεκεμβριανών συνελήφθη και φυλακίστηκε. Μετά τη συμφωνία της Βάρκιζας (1945) αφέθηκε ελεύθερος. Τον Ιούνιο του 1948 πιάστηκε ξανά και εξορίστηκε στον Μούδρο. Το 1949 μεταφέρθηκε στη Μακρόνησο. Επειδή δεν υπέγραψε δήλωση μετανοίας τον πήγαν στον Άη Στράτη κι απο 'κει στις φυλακές Χατζηκώστα στην Αθήνα, απ' όπου αφέθηκε ελεύθερος το 1951.

 

Το 1950 γεννήθηκε η κόρη του Βάσω, σχεδιάστρια και ζωγράφος, και δύο χρόνια αργότερα εξέδωσε τα πρώτα του βιβλία “Μάχη στην άκρη της νύχτας” και “Αυτό το αστέρι είναι για όλους μας”, που έγραψε στην εξορία. Το 1953 δημοσίευσε το “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”. Το βιβλίο κατασχέθηκε και ο ποιητής δύο χρόνια μετά οδηγήθηκε σε δίκη στο Πενταμελές Εφετείο. Αιτία το φιλειρηνικό του περιεχόμενο. Πλήθος κόσμου, και ανάμεσά τους και πολλές προσωπικότητες των γραμμάτων, παρακολούθησαν αυτή την πνευματική δίκη όπου ο ποιητής μετέτρεψε το εδώλιο σε βήμα απ' όπου διατύπωσε την ουσία και τον σκοπό της τέχνης του. Συγκίνησε όχι μόνο το ακροατήριο αλλά και τους δικαστές, που τελικά τον αθώωσαν πανηγυρικά.

 

«Δεν δικάζομαι για κανένα συγκεκριμένο αδίκημα, αλλά γι' αυτήν την ιδια την ποιητική μου ιδιότητα. Ακριβώς γι' αυτόν τον λόγο θεωρώ σαν ουσία της υποθέσεως ν' αναφέρθώ όσο μπορώ πιο σύντομα στο θέμα της καλλιτεχνικής δημιουργίας... Για να δημιουργηθεί αυτό το έργο που ο αναγνώστης το παίρνει και το διαβάζει για ένα βράδυ, ο συγγραφέας του μόσχθησε, και βασανίστηκε, και μάτωσε, και πολλές φορές έκλαψε για χρόνια... Προσπάθησα να δείξω τη φρίκη και την αθλιότητα που επισωρεύει ο πόλεμος, να δείξω τη δραματική πείρα δύο παγκοσμίων πολέμων, και τα εκατομμύρια ξύλινους σταυρούς που φύτεψαν στη γη, σκόρπισαν όμως και τους σπόρους για μια πλούσια άνθιση της αντιπολεμικής λογοτεχνίας. Αυτό το αντιπολεμικό ρεύμα δεν ειναι μια θεωρητική άρνηση του πολέμου αλλα η εξέγερση του παγκοσμίου ενστίκτου αυτοσυντηρήσεως μπροστά στον αφανισμό και την καταστροφή... Ανάμεσα στα έργα αυτά φιλοδόξησα έστω και σε μια μικρή θέση πλάι τους να μπει και το δικο μου έργο.» (Από την απολογία του, 1955)

 

Τον Οκτώβρη του 1961 πήρε μέρος σε συναυλίες του Μίκη Θεοδωράκη ανά την ελληνική επαρχία, απαγγέλλοντας ποιήματά του και συνομιλώντας με το κοινό. Την ίδια χρονιά συνεργάστηκε στο σενάριο με τον Κώστα Κοτζιά και έγραψε τους στίχους των τραγουδιών (“Βρέχει στη φτωχογειτονιά”, “Σαββατόβραδο” κ.ά., σε μουσική Μίκη Θεοδωράκη) για την ταινία του Αλέκου Αλεξανδράκη “Συνοικία το όνειρο”, που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του νεορεαλιστικού ελληνικού κινηματογράφου και απαγορεύτηκε απο τη λογοκρισία. Με τον Κώστα Κοτζιά συνυπέγραψαν επίσης και το σενάριο της ταινίας “Ο θρίαμβος”.

 

Συνεργάστηκε με την εφημερίδα “Αυγή” (1954-1980 με μια διακοπή κατά την επταετία της δικτατορίας) ως κριτικός βιβλίων, κυρίως ποίησης, και το περιοδικό “Επιθεώρηση Τέχνης” (1962-1966), όπου δημοσίευσε πολιτικά και κριτικά δοκίμια.

 

Μια δικτατορία, πέρα από τις εθνικές και οικονομικές καταστροφές, δεν πρόκειται ν' αφήσει περιθώρια ΛΟΓΟΥ παρά μόνον στους εγκωμιαστές του καθεστώτος. Αν η φιλοδοξία μας σαν πνευματικών ανθρώπων είναι να τελειώσουμε τις ασήμαντες μέρες μας με ένα δοκίμιο “περί βλακείας”, τότε δεν έχουμε παρά να το γράψουμε. Αν όμως πιστεύουμε σ' ό,τι πιο ιερό και αναντικατάστατο έχει η ανθρώπινη ζωή: την ελευθερία της σκέψης, τότε υπάρχουν χιλιάδες τρόποι να εμποδίσουμε την κάθοδο των βαρβάρων, χιλιάδες τρόποι να υπερασπιστούμε “την τιμή και την πεποίθησή μας”, απ' το έντυπο ως το καυτό πεζοδρόμιο. (Για τη Δημοκρατία, 1965).

 

Στα χρόνια της δικτατορίας ο Λειβαδίτης βυθίστηκε στη σιωπή και έμεινε άνεργος. Για λόγους επιβίωσης διασκεύαζε ή μετέφραζε, με το ψευδώνυμο Α. Ρόκκος, κλασικά έργα σε λαϊκά περιοδικά (“Φαντάζιο” κ.ά.). Παρουσίασε μια σειρά από βιογραφίες λογοτεχνών και ακόμα μια σειρά από περιλήψεις, σε μορφή εκτενών διηγημάτων, μεγάλων έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας. Ειδικά η δεύτερη σειρά είναι υποδειγματική ως προς τη γραφή της και τον τρόπο απόδοσης του πνεύματος των έργων που πραγματεύεται. Αυτές οι δύο σειρές κυκλοφορούν (2008) από τις εκδόσεις Καστανιώτη: ο τόμος Μεγάλες Μορφές της Λογοτεχνίας συγκεντρώνει βιογραφίες “καταραμένων” Ελλήνων λογοτεχνών, και ο τόμος Μεγάλοι Ρώσοι Συγγραφείς (Ντοστογέφσκι, Τολστόι, Πάστερνακ, Λέρμοντοφ): Συνοπτική Απόδοση των Αριστουργημάτων τους από τον Τάσο Λειβαδίτη συγκεντρώνει ένα μέρος των εξαιρετικά ζωντανών συνόψεων που είχε κάνει ο ποιητής.

 

Τιμήθηκε με το πρώτο βραβείο ποίησης στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας στη Βαρσοβία (1953, για τη συλλογή του “Φυσάει στα σταυροδρόμια του κόσμου”), το πρώτο βραβείο ποίησης του Δήμου Αθηναίων (1957, για τη συλλογή του “Βιολί για μονόχειρα”), το Ά Κρατικό Βραβείο Ποίησης (1979, για το “Εγχειρίδιο ευθανασίας”).

 

Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Τα ποιήματά του μεταφράστηκαν στα Ρώσικα, Σερβικά, Ουγγρικά, Σουηδικά, Ιταλικά, Γαλλικά, Αλβανικά, Βουλγαρικά, Κινέζικα και Αγγλικά.

 

Στίχοι του μελοποιήθηκαν από τον Μίκη Θεοδωράκη, τον Μάνο Λοΐζο, τον Γιώργο Τσαγκάρη, τον Μιχάλη Γρηγορίου, τον Μίμη Πλέσσα κ.ά.

 

Ο Τάσος Λειβαδίτης πέθανε στην Αθήνα στις 30 Οκτωβρίου 1988, στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο, απο ανεύρυσμα κοιλιακής αορτής. Μετά το θάνατό του εκδόθηκαν χειρόγραφα ανέκδοτα ποιήματά του με τον τίτλο “Χειρόγραφα του Φθινοπώρου”. Τον τάφο του στο Α΄ Νεκροταφείο κοσμεί ένα λιτό μνημείο, ένα κομμάτι λευκό μάρμαρο σε σχήμα παπύρου που πάνω του έχουν σκαλιστεί οι παρήγοροι στίχοι του: “Πρόλογος στην αιωνιότητα: Κάποτε θα ξανάρθω. Είμαι ο μόνος κληρονόμος / Κ' η κατοικία μου είναι παντού όπου κοιτώ”.

bottom of page